Οικονομική κρίση και κακοποίηση ζώων συντροφιάς
Για επτά συνεχή χρόνια η ελληνική κοινωνία βιώνει μια οικονομική κρίση που δεν έχει προηγούμενο. Αυτοί που ασχολούνται με οποιοδήποτε τρόπο μαζί της δίκαια τη χαρακτηρίζουν ως πολυεπίπεδη, αφού οι συνέπειές της αγγίζουν όλους σχεδόν τους Έλληνες πολίτες σε κάθε τομέα της κοινωνικής τους δραστηριότητας. Ωστόσο, όπως είναι φυσικό, οι συνέπειες αυτές εκδηλώνονται με διαφορετική ένταση στους κατοίκους, που διαβιούν στα μεγάλα αστικά κέντρα σε σύγκριση με εκείνους που κατοικούν στην περιφέρεια.
Με το συγκεκριμένο άρθρο γίνεται προσπάθεια να καταδειχθεί μια πτυχή της κρίσης, με την οποία στο μεγαλύτερό της μέρος, από όσο γνωρίζουμε, δεν έχει ασχοληθεί σχεδόν κανείς μαζί της μέχρι τώρα, όχι γιατί υπολείπεται σε σημασία, αλλά διότι δεν γίνεται εύκολα αντιληπτή στην καθημερινότητα του καθένα από εμάς. Αναφέρομαι δυστυχώς στη συμπεριφορά που εκδηλώνουμε ως άνθρωποι απέναντι στα ζώα, και ειδικότερα στα ζώα συντροφιάς, με τον σκύλο και τη γάτα να αποτελούν τους κατεξοχήν αποδέκτες. Τα παραπάνω ζώα εισπράττουν μια ιδιαίτερα βάναυση και σκληρή συμπεριφορά σε καθημερινή βάση, που τις περισσότερες φορές τα οδηγεί στον θάνατο και η οποία απ’ ότι φαίνεται δεν συνδέεται ούτε με τον χώρο διαβίωσης των ζώων, αλλά ούτε με κάποια ιδιαίτερα ατομικά χαρακτηριστικά αυτών που την εκδηλώνουν. Ειδικότερα, και σχετικά με την πρώτη περίπτωση τέτοια περιστατικά έχουν διαπιστωθεί και αφορούν τόσο οικόσιτα όσο και αδέσποτα ζώα, δηλαδή κανένα ζώο δεν απολαμβάνει ασυλία. Βέβαια πρέπει να σημειωθεί ότι η αύξηση των αδέσποτων, και αυτό ως γεγονός αποτελεί συνέπεια της οικονομικής κρίσης, τα καθιστά ομάδα υψηλού κινδύνου για όσους αισθάνονται ότι απειλούνται από την παρουσία τους (αν είναι δυνατόν) με αποτέλεσμα να καταφεύγουν στη βία. Αναφορικά με τη δεύτερη παράμετρο το δυστύχημα είναι ότι ως θύτες εμφανίζονται άτομα κάθε ηλικίας που συχνά είναι υπεράνω κάθε υποψίας και τα οποία έχουν διαφορετικό μορφωτικό επίπεδο και κοινωνικό-επαγγελματική δραστηριότητα. Τα παραπάνω συμπεράσματα προκύπτουν από τη βάση δεδομένων, που κρατούνται στο τμήμα του Νεκροτομείου της Παθολογικής Ανατομικής του Τμήματος Κτηνιατρικής της Σχολής Επιστημών Υγείας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, το 2010 σε σύνολο 123 σκύλων και 25 γατών, που προσκομίστηκαν νεκρά για την εξακρίβωση της αιτίας θανάτου τους, μετά το σύνολο των διαγνωστικών εξετάσεων που εφαρμόστηκε κατά περίπτωση προέκυψαν τα ακόλουθα ευρήματα: 12 σκύλοι (9,75%) και 3 γάτες (12%) κατέληξαν μετά από ανθρώπινη παρέμβαση με τη χορήγηση τοξικών ουσιών, τη χρήση πυροβόλου όπλου ή άλλων φονικών οργάνων. Τα συγκεκριμένα δεδομένα δεν φαίνεται να διαφοροποιούνται από τα αντίστοιχα των προηγούμενων ετών.
Αντίθετα, τα στοιχεία για το 2016 σε ένα σύνολο 102 σκύλων και 47 γατών έδειξαν, αντίστοιχα, ότι μετά τη χρήση των ίδιων μεθόδων 24 σκύλοι (46%) και 9 γάτες (19,14%) οδηγήθηκαν στον θάνατο. Δηλαδή, παρατηρείται μια δραματική αύξηση του ποσοστού βίαιων θανάτων και για τα δύο είδη ζώων συντροφιάς. Ειδικότερα για τους σκύλους το ποσοστό αυτό εμφανίζεται μεγαλύτερο κατά 4,7 φορές (ιδιαίτερα εντυπωσιακή αύξηση) ενώ αντίστοιχα για τις γάτες η αύξηση που παρατηρείται είναι 1,6 φορές. Πάντως, εκτίμησή μου αποτελεί ότι το ποσοστό των δολοφονιών ζώων αυτή την περίοδο πρέπει να είναι ακόμα μεγαλύτερο, ειδικά από τη χρήση διαφόρων τοξικών ουσιών. Αυτό αποδεικνύεται πολλές φορές από τη λήψη του ιστορικού σύμφωνα με το οποίο προκύπτει ότι συχνά ασκείται ομαδική δηλητηρίαση αδέσποτων ζώων, τα οποία δεν κατέληξαν όλα στο Νεκροτομείο ως περιστατικά. Αναφορικά, με τα ενδιάμεσα χρόνια 2011-2015 ο αριθμός των αντίστοιχων περιστατικών εξελίχθηκε με ρυθμό σταθερά αυξητικό.
Επίσης, αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ειδικά για τους σκύλους η χρήση πυροβόλου όπλου για την αφαίρεση της ζωής τους το έτος 2010 αφορούσε ένα (1) ζώο ενώ το 2016 πέντε (5) ζώα. Το συγκεκριμένο στοιχείο δείχνει αναμφισβήτητα ότι εκτός από την αύξηση ποσοτικά των περιστατικών της από σκοπού αφαίρεσης της ζωής των ζώων, για τα έτη 2010 και 2016, παρατηρείται και αυξητική τάση στη βιαιότητα της χρησιμοποιούμενης μεθόδου για το συγκεκριμένο στόχο, αν θεωρήσουμε τη χρήση του πυροβόλου όπλου ως ιδιαίτερα βίαιο τρόπο για την πρόκληση του θανάτου. Στην επίρρωση του παραπάνω συμπεράσματος συμβάλλει και η διαχείριση κατά το 2016 ενός εξαιρετικά ειδεχθούς και πρωτόγνωρου περιστατικού θανάτου γάτας, που κατά τα τελευταία 36 χρόνια λειτουργίας του Νεκροτομείου κανείς από τους συναδέλφους δεν είχε αντιμετωπίσει. Το συγκεκριμένο ζώο προσκομίστηκε νεκρό και ακέφαλο ενώ από τη νεκροψία-νεκροτομή διαπιστώθηκαν πολλαπλά κατάγματα στις πλευρές, την ωμοπλάτη και τους σπονδύλους.
Η καταγραφή των παραπάνω δεδομένων σε συνδυασμό με τη μακρόχρονη εμπειρία που διαθέτουμε στη διαχείριση τέτοιων περιστατικών μας οδηγεί στην εξαγωγή των ακόλουθων συμπερασμάτων, που η προσέγγισή τους μπορεί να μας βοηθήσει στην αντιμετώπιση του προβλήματος. Συγκεκριμένα καθοριστικό ζήτημα αποτελεί στις περισσότερες περιπτώσεις η πλήρης άγνοια των υποχρεώσεων που αναλαμβάνει κάποιος όταν αποφασίσει να εντάξει στο κοινωνικό του περιβάλλον ένα ζώο συντροφιάς. Η απόφασή του αυτή πρέπει να αποτελεί μονοσήμαντα πράξη κοινωνικής ευθύνης, η οποία δεν πρέπει να φέρει το παραμικρό ίχνος προσωπικού εγωισμού. Δηλαδή, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να συνδέεται με άλλες παραμέτρους όπως για παράδειγμα συμβαίνει σε πολλές περιπτώσεις, που κάποιος προβαίνει στην απόκτηση ενός ζώου για να συμπληρώσει την κοινωνική του εικόνα ή γιατί κάτι ανάλογο που έκανε κάποιος συνάδελφος, γείτονας, ανταγωνιστής κ.λ.π. Η προσέγγιση αυτή για την απόκτηση ενός ζώου είναι ρηχή και ανεύθυνη, που στην πρώτη δυσκολία θα οδηγήσει στην εγκατάλειψη του ζώου και στη δημιουργία αδέσποτων ζώων, που είναι ιδιαίτερα ευάλωτα απέναντι σε τρίτα άτομα με πάσης φύσεως κοινωνικά προβλήματα και φοβίες. Η σημερινή οικονομική κρίση είναι σίγουρο ότι τροφοδότησε και κλιμάκωσε αυτή την παράμετρο λόγω μείωσης ή/και έλλειψης οικονομικών εσόδων. Έτσι πολλοί ιδιοκτήτες έφθασαν στο σημείο να έχουν αδυναμία να ανταποκριθούν στα έξοδα που απαιτούνταν προκειμένου να εξασφαλίσουν, έστω και τις στοιχειώδεις συνθήκες αξιοπρεπούς διαβίωσης στα ζώα τους (υγειονομική περίθαλψη, διατροφή, περιποίηση), όταν παράλληλα είχαν μπροστά τους να αντιμετωπίσουν την επιβίωση ολόκληρης της οικογένειας.
Επιπρόσθετα, άτομα που ενώ σε κανονικές κοινωνικές συνθήκες λειτουργούν και συμπεριφέρονται με κώδικα ευπρέπειας και σεβασμού απέναντι σε ότι ορίζεται ως κοινωνία, κάτω από καταστάσεις πίεσης και έντασης, οι οποίες διαμορφώνονται από την έλλειψη απασχόλησης και κατ’ επέκταση απουσίας υλικών πόρων, τα οδηγεί σε αρκετές περιπτώσεις να εκδηλώσουν ιδιαίτερα επιθετική συμπεριφορά με θύματα τα ζώα αλλά και τους ανθρώπους.
Τέλος, μια τρίτη παράμετρος του προβλήματος, ίσως και η ποιο σοβαρή, αποτελεί η έλλειψη παιδείας και γνώσης ότι τα ζώα αντιπροσωπεύουν αυθυπόστατες κοινωνικές οντότητες, που έχουν δικαιώματα στη ζωή και χρήζουν σεβασμού και προστασίας. Η απουσία έστω και της στοιχειώδους εκπαίδευσης προς αυτή την κατεύθυνση, τόσο από το σχολείο όσο και πολλές φορές από την οικογένεια, οδηγεί στην αδυναμία καλλιέργειας της αίσθησης της πρόληψης για την εκδήλωση της βάναυσης και σκληρής συμπεριφοράς. Έχουμε δηλαδή έλλειμμα σταθερών βάσεων, που να συμβάλουν αποφασιστικά στην εμπέδωση της αρχής “αγαπώ τα ζώα άρα αγαπώ και τον άνθρωπο”.
Συμπερασματικά, αν θέλουμε να συμβάλουμε σε πρώτη φάση στον περιορισμό του προβλήματος και σε μεταγενέστερο χρόνο στην εξάλειψή του, οφείλουμε όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς κτηνιατρικός κλάδος, φιλοζωικές οργανώσεις, τοπική αυτοδιοίκηση, μέσα ενημέρωσης και πολιτεία μέσω του υπουργείου παιδείας να καταβάλουμε συστηματική προσπάθεια ενημέρωσης της κοινωνίας, ότι τα ζώα αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της, είναι πιστοί φίλοι του ανθρώπου και συμμετέχουν αποφασιστικά στη βελτίωση της ποιότητας ζωής του.